- μελάγχλωρος
- μελάγ-χλωρος, schwarzgelb od. schwarzbraun
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μελάγχλωρος — και μελανόχλωρος, ον (Α) αυτός που έχει μελανωπό χρώμα, μαυροπράσινος ή πρασινοκίτρινος («μελάγχλωρος χολή», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χλωρός (πρβλ. λευκό χλωρος, μελί χλωρος)] … Dictionary of Greek
μελάγχλωρος — dark olive coloured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάγχλωρον — μελάγχλωρος dark olive coloured masc/fem acc sg μελάγχλωρος dark olive coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγχλώρου — μελάγχλωρος dark olive coloured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγχλώρους — μελάγχλωρος dark olive coloured masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγχλώρῳ — μελάγχλωρος dark olive coloured masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάγχλωροι — μελάγχλωρος dark olive coloured masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μελανόχλωρος — μελανόχλωρος, ον (Α) βλ.μελάγχλωρος … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek